- φύτλα
- φύτλα1 stock
κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ἀρχᾶθεν Ἰαπετονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.55
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κείνων δ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ἀρχᾶθεν Ἰαπετονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν O. 9.55
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.33Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φύτλας — φύτλᾱς , φύτλη stock fem acc pl φύτλᾱς , φύτλη stock fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… … Dictionary of Greek
φύτλαι — φύτλη stock fem nom/voc pl φύτλᾱͅ , φύτλη stock fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- — bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū English meaning: to be; to grow Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen” Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u … Proto-Indo-European etymological dictionary